- τυραννώ
- τυραννῶ, -έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, -άω, Ν1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.)2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.)3. (μτβ.) καταπιέζω, βασανίζω (α. «τήν τυραννούν πολύ τα παιδιά της» β. «μη μέ τυραννείς και κλαίω», δημ. τραγούδιγ. «παιδαγωγοὶ... καὶ παιδοτρίβαι τυραννοῡντες», Πλάτ.)νεοελλ.1. παθ. τυραννιέμαιβασανίζομαι2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τυραννισμένος και τυραγνισμένος, -η, -οπολύπαθος, ταλαιπωρημένος, βασανισμένοςμσν.(με αιτ.) πολεμώ εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος, παρλλ. τ. τού τυραννεύω].
Dictionary of Greek. 2013.